αποτεφρώνω

αποτεφρώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, κάνω στάχτη, κατακαίω: Η πυρκαγιά αποτέφρωσε χιλιάδες δέντρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποτεφρώνω — αποτεφρώνω, αποτέφρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποτεφρώνω — (AM ἀποτεφρῶ, όω) μεταβάλλω σε στάχτη, κατακαίω …   Dictionary of Greek

  • κατατεφρώ — κατατεφρῶ, όω (AM) μσν. μεταβάλλω κάτι εντελώς σε στάχτη, αποτεφρώνω αρχ. σκεπάζω τελείως με στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεφρῶ «αποτεφρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανθρακώνω — (Α ἀνθρακοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. απανθρακώνω, αποτεφρώνω, μεταβάλλω σε κάρβουνο 2. εμπλουτίζω με άνθρακα αρχ. παθ. 1. γίνομαι κάρβουνο ή στάχτη 2. Ιατρ. πάσχω από άνθρακα …   Dictionary of Greek

  • αποτέφρωση — η η ολοσχερής καύση πραγμάτων μέχρι να γίνουν στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτεφρώνω, τεφρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο] …   Dictionary of Greek

  • εκρυπαρώ — ἐκρυπαρῶ ( όω) (Α) (σχόλ.) πιθανώς αποτεφρώνω …   Dictionary of Greek

  • εκτεφρώ — ἐκτεφρῶ ( όω) (AM) καίω κάτι εντελώς ώσπου να γίνει στάχτη, μεταβάλλω κάτι σε στάχτη, αποτεφρώνω …   Dictionary of Greek

  • θάβω — και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω) 1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω 2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές νεοελλ. 1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, τό σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία») 2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και… …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • καταφλέγω — (AM καταφλέγω) (επιτ. τού φλέγω) 1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ 2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω («τόν καταφλέγει ο έρωτας») μσν. 1. καταδικάζω, τιμωρώ 2. πυρώνω μσν. αρχ. προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”